- ἀμαλάπτω
- ἀμᾰλάπτω,A = ἀμαλδύνω, destroy, efface, [tense] aor.
ἠμάλαψα S.Fr.465
, Lyc.34:—[voice] Pass., ἀμαλαπτομέναν prob. in A.Pr.899 ([place name] Weil).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἠμάλαψα S.Fr.465
, Lyc.34:—[voice] Pass., ἀμαλαπτομέναν prob. in A.Pr.899 ([place name] Weil).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμαλάπτω — ἀμαλάπτω (Α) καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλός, μεταπλασμένος ρηματικός τ. σε άπτω κατά το πρότυπο τών συνωνύμων ρ. βλάπτω, δαρδάπτω κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
αμαλός — ἀμαλός, ή, όν (Α) 1. (κυρίως για νεογνά ζώων) μαλακός, απαλός, τρυφερός 2. ασθενικός, αδύναμος 3. (ανώμαλος συγκριτικός) ἀμαλέστερος, α, ον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό επίθετο, γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που χαρακτηρίζει νεογνά ζώων. Στον Ευριπίδη η λ.… … Dictionary of Greek
ἀμαλαπτομέναν — ἀμαλαπτομένᾱν , ἀμαλάπτω destroy pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)